Κεφάλαιο 20
1 ΣΥΝΕΠΕΣΕ, μάλιστα, να υπάρχει εκεί ένας άνθρωπος διεστραμμένος, που λεγόταν Σεβά, γιος τού Βιχρεί, Βενιαμίτης· και σάλπισε με τη σάλπιγγα, και είπε: Δεν έχουμε εμείς μέρος στον Δαβίδ ούτε έχουμε κληρονομιά στον γιο τού Ιεσσαί· Ισραήλ, καθένας στις σκηνές του.
2 Και ανέβηκε κάθε άνδρας τού Ισραήλ, που ήταν πίσω από τον Δαβίδ, και ακολούθησε τον Σεβά τον γιο τού Βιχρεί· και οι άνδρες τού Ιούδα έμειναν προσκολλημένοι στον βασιλιά τους, από τον Ιορδάνη μέχρι την Ιερουσαλήμ.
3 Και ο Δαβίδ ήρθε στο σπίτι του στην Ιερουσαλήμ· και ο βασιλιάς πήρε τις δέκα γυναίκες τις παλλακές, που είχε αφήσει για να φυλάττουν το σπίτι, και τις έβαλε σε σπίτι φύλαξης, και τις έτρεφε· όμως, δεν μπήκε σ' αυτές· και έμειναν αποκλεισμένες μέχρι την ημέρα τού θανάτου τους, ζώντας σε χηρεία.
4 Και ο βασιλιάς είπε στον Αμασά: Συγκέντρωσέ μου τους άνδρες τού Ιούδα μέσα σε τρεις ημέρες, και να παραβρεθείς κι εσύ εδώ.
5 Και ο Αμασά πήγε να συγκεντρώσει τον Ιούδα· βράδυνε, όμως, περισσότερο από τον ορισμένον καιρό, που του είχε διορίσει.
6 Και ο Δαβίδ είπε στον Αβισαί: Τώρα, ο Σεβά, ο γιος τού Βιχρεί, θα μας κάνει μεγαλύτερο κακό απ' ό,τι ο Αβεσσαλώμ· πάρε εσύ τους δούλους τού κυρίου σου, και καταδίωξε από πίσω του, για να μη βρει για τον εαυτό του οχυρές πόλεις, και διασωθεί από μπροστά μας.
7 Και βγήκαν πίσω απ' αυτόν οι άνδρες τού Ιωάβ, και οι Χερεθαίοι, και οι Φελεθαίοι, και όλοι οι δυνατοί· και βγήκαν από την Ιερουσαλήμ, για να καταδιώξουν πίσω από τον Σεβά, τον γιο τού Βιχρεί.
8 Και όταν έφτασαν κοντά στη μεγάλη πέτρα, που είναι στη Γαβαών, ήρθε σε συνάντησή τους ο Αμασά. Και ο Ιωάβ είχε περιζωσμένο το ιμάτιο, που ήταν ντυμένος, κι επάνω σ' αυτό περιζωσμένη μια μάχαιρα, κρεμασμένη στην οσφύ του στη θήκη της· και καθώς αυτός βγήκε, έπεσε.
9 Και ο Ιωάβ είπε στον Αμασά: Υγιαίνεις, αδελφέ μου; Και έπιασε ο Ιωάβ τον Αμασά με το δεξί του χέρι από το πηγούνι, για να τον φιλήσει.
10 Και ο Αμασά δεν φυλάχθηκε από τη μάχαιρα, που ήταν στο χέρι τού Ιωάβ· και ο Ιωάβ τον πάταξε μ' αυτή, στο πέμπτο πλευρό, και έχυσε τα εντόσθιά του καταγής, και δεν δευτέρωσε σ' αυτόν· και πέθανε. Τότε, ο Ιωάβ και ο Αβισαί ο αδελφός του καταδίωξαν πίσω από τον Σεβά, τον γιο τού Βιχρεί.
11 Και ένας από τους ανθρώπους τού Ιωάβ στάθηκε κοντά στον Αμασά, και είπε: Όποιος αγαπάει τον Ιωάβ, και όποιος είναι του Δαβίδ, ας ακολουθεί τον Ιωάβ.
12 Και ο Αμασά βρισκόταν καταγής αιματοκυλισμένος στη μέση τού δρόμου. Και όταν αυτός ο άνδρας είδε ότι ολόκληρος ο λαός στεκόταν, έσυρε τον Αμασά από τον δρόμο στο χωράφι, και έρριξε επάνω του ένα ιμάτιο, καθώς είδε ότι καθένας που ερχόταν σ' αυτόν στεκόταν.
13 Αφού μετατοπίστηκε από τον δρόμο, ολόκληρος ο λαός πέρασε πίσω από τον Ιωάβ, για να καταδιώξει τον Σεβά, τον γιο τού Βιχρεί.
14 Κι εκείνος πέρασε μέσα από όλες τις φυλές τού Ισραήλ στην Αβέλ και στη Βαιθ-μααχά, με όλους τους Βηρίτες, που συγκεντρώθηκαν μαζί, και τον ακολούθησαν κι αυτοί.
15 Τότε, ήρθαν και τον πολιόρκησαν στην Αβέλ-βαιθ-μααχά, και ύψωσαν ένα πρόχωμα ενάντια στην πόλη, στήνοντάς το κοντά στο περιτείχισμα, και ολόκληρος ο λαός, που ήταν μαζί με τον Ιωάβ, τρύπησαν το τείχος για να το γκρεμίσουν.
16 Τότε, μια σοφή γυναίκα βόησε από την πόλη: Ακούστε, ακούστε· να πείτε, παρακαλώ, στον Ιωάβ: Να πλησιάσεις μέχρις εδώ, και θα μιλήσω σε σένα.
17 Και όταν την πλησίασε, η γυναίκα είπε: Εσύ είσαι ο Ιωάβ; Κι εκείνος απάντησε: Εγώ. Τότε του είπε: Άκουσε τα λόγια τής δούλης σου. Και απάντησε: Ακούω.
18 Και είπε, λέγοντας: Συνήθιζαν να λένε τον παλιό καιρό, λέγοντας: Ας πάμε να ζητήσουμε συμβουλή στην Αβέλ· και έτσι τελείωναν την υπόθεση·
19 εγώ είμαι από τις ειρηνικές και πιστές τού Ισραήλ· εσύ ζητάς να καταστρέψεις μια πόλη, μάλιστα μητρόπολη ανάμεσα στον Ισραήλ· γιατί θέλεις να αφανίσεις την κληρονομία τού Κυρίου;
20 Και ο Ιωάβ απαντώντας είπε: Μη γένοιτο σε μένα, να αφανίσω ή να καταστρέψω!
21 Το πράγμα δεν είναι έτσι· αλλά, κάποιος άνδρας από το βουνό Εφραϊμ, που λέγεται Σεβά, γιος τού Βιχρεί, σήκωσε το χέρι του ενάντια στον βασιλιά, ενάντια στον Δαβίδ· να παραδώσεις μονάχα αυτόν, και θα αναχωρήσω από την πόλη. Και η γυναίκα είπε στον Ιωάβ: Δες, το κεφάλι του θα ριχτεί σε σένα από το τείχος.
22 Και η γυναίκα ήρθε σε ολόκληρο τον λαό μιλώντας με τη σοφία της. Και έκοψαν το κεφάλι τού Σεβά, του γιου τού Βιχρεί, και το έρριξαν στον Ιωάβ. Τότε σάλπισε με τη σάλπιγγα, και διασκορπίστηκαν από την πόλη, κάθε ένας στη σκηνή του. Και ο Ιωάβ γύρισε στην Ιερουσαλήμ, στον βασιλιά.
23 ΚΑΙ ο Ιωάβ ήταν επικεφαλής ολόκληρου του στρατού τού Ισραήλ· και ο Βεναϊας, ο γιος τού Ιωδαέ, επικεφαλής των Χερεθαίων, και επικεφαλής των Φελεθαίων·
24 και ο Αδωράμ ήταν για τους φόρους· και ο Ιωσαφάτ, ο γιος τού Αχιλούδ, ήταν υπομνηματογράφος·
25 και ο Σεβά, ήταν γραμματέας· και ο Σαδώκ και ο Αβιάθαρ ήσαν ιερείς·
26 κι ακόμα, ο Ιράς, από την Ιαείρ, ήταν αυλάρχης κοντά στον Δαβίδ.