Κεφάλαιο 10
1 ΚΑΙ ύστερα απ' αυτά, ο βασιλιάς των γιων Αμμών πέθανε, και αντ' αυτού βασίλευσε ο Ανούν, ο γιος του.
2 Και ο Δαβίδ είπε: Θα κάνω έλεος στον Ανούν, τον γιο τού Ναάς, επειδή ο πατέρας του έκανε έλεος σε μένα. Και ο Δαβίδ έστειλε να τον παρηγορήσει για τον πατέρα του, διαμέσου των δούλων του. Και οι δούλοι τού Δαβίδ ήρθαν στη γη των γιων Αμμών.
3 Και οι άρχοντες των γιων Αμμών είπαν στον Ανούν τον κύριό τους: Νομίζεις ότι ο Δαβίδ τιμώντας τον πατέρα σου έστειλε παρηγορητές σε σένα; Δεν έστειλε ο Δαβίδ τούς δούλους του σε σένα, για να εξερευνήσει την πόλη, και να την κατασκοπεύσει, και να την καταστρέψει;
4 Και ο Ανούν έπιασε τους δούλους τού Δαβίδ, και ξύρισε το μισό πηγούνι τους, και απέκοψε το μισό από τα ιμάτιά τους, μέχρι τους γλουτούς τους, και τους εξαπέστειλε.
5 Όταν το ανήγγειλαν στον Δαβίδ, έστειλε σε συνάντησή τους, επειδή οι άνδρες ήσαν υπερβολικά ατιμασμένοι· και ο βασιλιάς είπε: Καθήστε στην Ιεριχώ μέχρις ότου αυξηθούν τα πηγούνια σας, και τότε γυρίστε.
6 Και βλέποντας οι γιοι Αμμών ότι ήσαν βδελυκτοί στον Δαβίδ, οι γιοι Αμμών έστειλαν και μίσθωσαν από τους Συρίους τής Βαιθ-ρεώβ, και από τους Συρίους τής Σωβά, 20.000 πεζούς και από τον βασιλιά Μααχά 1.000 άνδρες, και από τον Ις-τώβ 12.000 άνδρες.
7 Και όταν ο Δαβίδ τα άκουσε αυτά, έστειλε τον Ιωάβ, και ολόκληρο τον στρατό των δυνατών.
8 Και οι γιοι Αμμών βγήκαν, και παρατάχθηκαν σε πόλεμο προς την είσοδο της πύλης· και οι Σύριοι τής Σωβά, και της Ρεώβ, και του Ις-τώβ, και του Μααχά, ήσαν χωριστά στην πεδιάδα.
9 Και βλέποντας ο Ιωάβ ότι η μάχη παρατάχθηκε εναντίον του από μπροστά και από πίσω, διάλεξε, από όλους τούς εκλεκτούς τού Ισραήλ, και τους παρέταξε εναντίον των Συρίων·
10 και το υπόλοιπο του λαού το έδωσε στο χέρι τού αδελφού του, του Αβισαί, και τους παρέταξε ενάντια στους γιους Αμμών.
11 Και είπε: Αν οι Σύριοι υπερισχύσουν εναντίον μου, τότε θα με σώσεις εσύ· αν, όμως, υπερισχύσουν οι γιοι Αμμών εναντίον σου, τότε εγώ θάρθω να σε σώσω·
12 γίνε ανδρείος, και ας ενδυναμωθούμε υπέρ του λαού μας, και υπέρ των πόλεων του Θεού μας· και ο Κύριος ας κάνει το αρεστό στα μάτια του.
13 Και ήρθε ο Ιωάβ, και ο λαός που ήταν μαζί του, σε μάχη ενάντια στους Συρίους, και εκείνοι έφυγαν από μπροστά του.
14 Και όταν οι γιοι Αμμών είδαν ότι οι Σύριοι έφυγαν, έφυγαν τότε κι αυτοί μπροστά από τον Αβισαί, και μπήκαν μέσα στην πόλη. Και ο Ιωάβ γύρισε από τους γιους Αμμών, και ήρθε στην Ιερουσαλήμ.
15 Βλέποντας δε οι Σύριοι, ότι κατατροπώθηκαν μπροστά από τον Ισραήλ, συγκεντρώθηκαν μαζί.
16 Και έστειλε ο Αδαρέζερ, και έβγαλε τους Συρίους που ήσαν πέρα από τον ποταμό· και ήρθαν στην Αιλάμ· και ο Σωβάκ, ο αρχιστράτηγος του Αδαρέζερ, προπορευόταν μπροστά τους.
17 Και όταν αυτό αναγγέλθηκε στον Δαβίδ, συγκέντρωσε ολόκληρο τον Ισραήλ, και πέρασε τον Ιορδάνη, και ήρθε στην Αιλάμ. Και οι Σύριοι παρατάχθηκαν ενάντια στον Δαβίδ, και πολέμησαν μ' αυτόν.
18 Και οι Σύριοι έφυγαν από μπροστά από τον Ισραήλ· και ο Δαβίδ εξολόθρευσε από τους Συρίους 700 άμαξες, και 40.000 καβαλάρηδες, και τον Σωβάκ, τον αρχιστράτηγό τους, τον πάταξε και πέθανε εκεί.
19 Και βλέποντας όλοι οι βασιλιάδες, οι δούλοι τού Αδαρέζερ, ότι κατατροπώθηκαν μπροστά από τον Ισραήλ, έκαναν ειρήνη με τον Ισραήλ, και έγιναν δούλοι τους. Και οι Σύριοι φοβόνταν να βοηθήσουν πλέον τους γιους Αμμών.