Κεφάλαιο 48
1 ΑΚΟΥΣΤΕ τούτο, οίκος Ιακώβ· εσείς που κληθήκατε με το όνομα του Ισραήλ, και βγήκατε από την πηγή τού Ιούδα· που ορκίζεστε στο όνομα του Κυρίου, και αναφέρετε τον Θεό τού Ισραήλ, όμως, όχι με αλήθεια ούτε με δικαιοσύνη.
2 Επειδή, παίρνουν το όνομά τους από την άγια πόλη, και στηρίζονται επάνω στον Θεό τού Ισραήλ· το όνομά του είναι: Ο Κύριος των δυνάμεων.
3 Έκτοτε, ανήγγειλα τα εξαρχής· και βγήκαν από το στόμα μου· και τα διακήρυξα· τα έκανα αυτά ξαφνικά, και έγιναν.
4 Επειδή, γνωρίζω ότι είσαι σκληρός, και ο τράχηλός σου είναι σιδερένιο νεύρο, και το μέτωπό σου χάλκινο.
5 Έκτοτε, μάλιστα, ανήγγειλα σε σένα τούτο, πριν γίνει το διακήρυξα σε σένα, για να μη πεις: Το είδωλό μου τα έκανε· και το γλυπτό μου, και το χυτό μου, τα πρόσταξε.
6 Άκουσες· δες όλα αυτά· και δεν θα ομολογήσετε; Από τώρα διακηρύττω σε σένα νέα, μάλιστα τελείως κρυμμένα, και τα οποία εσύ δεν ήξερες.
7 Τώρα έγιναν, και όχι από παλιά, και ούτε είχες ακούσει γι' αυτά πριν από τούτη την ημέρα, για να πεις: Δες, εγώ τα ήξερα.
8 Ούτε άκουσες ούτε ήξερες ούτε εξαρχής είχαν ανοιχτεί τα αυτιά σου· επειδή, βέβαια, ήξερα ότι θα φερόσουν άπιστα, και είχες ονομαστεί παραβάτης από την κοιλιά τής μητέρας σου.
9 Εξαιτίας τού ονόματός μου, θα μακρύνω τον θυμό μου, και εξαιτίας τού επαίνου μου, θα συγκρατηθώ σε σένα, ώστε να μη σε εξολοθρεύσω.
10 Να, σε καθάρισα, όχι όμως σαν ασήμι· σε έκανα εκλεκτό στο χωνευτήρι τής θλίψης.
11 Εξαιτίας μου, εξαιτίας μου, θα το κάνω· επειδή, πώς θα μολυνόταν το όνομά μου; Ναι, δεν θα δώσω τη δόξα μου σε άλλον.
12 Άκουσέ με, Ιακώβ, και Ισραήλ, τον οποίο εγώ κάλεσα· εγώ είμαι ο ίδιος· εγώ είμαι ο πρώτος και ο έσχατος.
13 Και το χέρι μου θεμελίωσε τη γη και το δεξί μου χέρι μέτρησε τους ουρανούς με σπιθαμή· όταν τους καλώ, παραστέκονται μαζί.
14 Όλοι εσείς, συγκεντρωθείτε, και ακούστε· ποιος απ' αυτούς τα ανήγγειλε αυτά; Ο Κύριος τον αγάπησε· γι' αυτό, θα εκπληρώσει το θέλημά του επάνω στη Βαβυλώνα, και ο βραχίονάς του θα είναι ενάντια στους Χαλδαίους.
15 Εγώ, εγώ μίλησα· ναι, τον κάλεσα· τον έφερα, και εγώ θα ευοδώσω τον δρόμο του.
16 Πλησιάστε σε μένα, ακούστε αυτό· εξαρχής δεν μίλησα σε κρυφό τόπο· αφότου έγινε αυτό, εγώ ήμουν εκεί· και τώρα με απέστειλε ο Κύριος ο Θεός, και το πνεύμα του.
17 Έτσι λέει ο Κύριος, ο Λυτρωτής σου, ο Άγιος του Ισραήλ: Εγώ είμαι ο Κύριος ο Θεός σου, που σε διδάσκω για την ωφέλειά σου, σε οδηγώ διαμέσου του δρόμου από τον οποίο έπρεπε να πας.
18 Είθε να άκουγες τα προστάγματά μου! Τότε, η ειρήνη σου θα ήταν σαν ποταμός, και η δικαιοσύνη σου σαν κύματα θάλασσας·
19 και το σπέρμα σου θα ήταν σαν την άμμο, και τα εγγόνια της κοιλιάς σου σαν τις πέτρες της· το όνομά του δεν θα αποκοβόταν ούτε θα εξαλειφόταν από μπροστά μου.
20 Βγείτε έξω από τη Βαβυλώνα, φεύγετε από τους Χαλδαίους, με φωνή αλαλαγμού αναγγείλατε, διακηρύξτε τούτο, φωνάξτε το μέχρι εσχάτου της γης, να πείτε: Ο Κύριος λύτρωσε τον δούλο του τον Ιακώβ.
21 Και δεν δίψασαν, όταν τους οδηγούσε διαμέσου της ερήμου· έκανε γι' αυτούς να ρεύσουν νερά από την πέτρα· και έσχισε την πέτρα, και τα νερά έρρευσαν.
22 Ειρήνη δεν υπάρχει στους ασεβείς, λέει ο Κύριος.