Κεφάλαιο 13
1 ΤΗΝ ίδια εκείνη ημέρα διαβάστηκε από το βιβλίο τού Μωυσή σε επήκοον του λαού· και βρέθηκε γραμμένο σ' αυτό, ότι οι Αμμωνίτες και ο Μωαβίτες δεν έπρεπε να μπουν στη συναγωγή τού Θεού, μέχρι τον αιώνα·
2 επειδή, δεν προϋπάντησαν τους γιους Ισραήλ με ψωμί και με νερό, αλλά μίσθωσαν τον Βαλαάμ εναντίον τους, για να τους καταραστεί· όμως, ο Θεός μας έτρεψε την κατάρα σε ευλογία.
3 Και καθώς άκουσαν τον νόμο, διαχώρισαν από τον Ισραήλ κάθε αλλογενή.
4 Πριν απ' αυτό, όμως, ο Ελιασείβ, ο ιερέας, που είχε την επιστασία των οικημάτων τού οίκου τού Θεού μας, είχε συγγενέψει με τον Τωβία·
5 και είχε ετοιμάσει γι' αυτόν ένα μεγάλο οίκημα, όπου πρωτύτερα έβαζαν τις προσφορές από τα άλφιτα, το λιβάνι, και τα σκεύη, και τα δέκατα από το σιτάρι, το κρασί, και το λάδι, που ήταν διαταγμένο για τους Λευίτες, και τους ψαλτωδούς και τους πυλωρούς, και τις προσφορές των ιερέων.
6 Όμως, σε όλα αυτά εγώ δεν ήμουν στην Ιερουσαλήμ· επειδή, τον 32ο χρόνο τού βασιλιά τής Βαβυλώνας Αρταξέρξη, ήρθα στον βασιλιά, και ύστερα από μερικές ημέρες ζήτησα από τον βασιλιά,
7 και ήρθα στην Ιερουσαλήμ, και έμαθα το κακό, που ο Ελιασείβ έκανε χάρη τού Τωβία, ότι ετοίμασε σ' αυτόν οίκημα στις αυλές τού οίκου τού Θεού.
8 Και δυσαρεστήθηκα πολύ· και έρριξα έξω από το οίκημα όλα τα σκεύη τού σπιτικού τού Τωβία.
9 Και πρόσταξα, και καθάρισαν τα οικήματα· και επανέφερα εκεί τα σκεύη τού οίκου τού Θεού, τις προσφορές από άλφιτα, και το λιβάνι.
10 Και έμαθα ότι τα μερίδια των Λευιτών δεν δόθηκαν σ' αυτούς· επειδή, οι Λευίτες και οι ψαλτωδοί, που εκτελούσαν το έργο, έφυγαν κάθε ένας στο χωράφι του.
11 Και επέπληξα τους προεστώτες, και τους είπα: Γιατί εγκαταλείφθηκε ο οίκος τού Θεού; Και τους συγκέντρωσα, και τους αποκατέστησα στη θέση τους.
12 Τότε, ολόκληρος ο Ιούδας έφερε στις αποθήκες το δέκατο από το σιτάρι και το κρασί και το λάδι.
13 Και έβαλα φύλακες στις αποθήκες, τον ιερέα Σελεμία, και τον γραμματέα Σαδώκ, και από τους Λευίτες, τον Φεδαϊα, και κοντά σ' αυτούς, τον Ανάν τον γιο τού Ζακχούρ, γιου τού Ματθανία· επειδή, θεωρούνταν πιστοί· και το έργο τους ήταν να διανέμουν στους αδελφούς τους.
14 Θυμήσου με, Θεέ μου, για το πράγμα αυτό, και να μη εξαλείψεις τα ελέη μου, που έκανα στον οίκο τού Θεού μου, και στις τελετές του.
15 Εκείνες τις ημέρες είδα μερικούς στον Ιούδα, να πατούν τον ληνό το σάββατο, φέρνοντας χειρόβολα, και φορτώνοντας επάνω σε γαϊδούρια, και κρασί, και σταφύλια, και σύκα, και κάθε είδος φορτίων, που έφερναν στην Ιερουσαλήμ την ημέρα τού σαββάτου· και διαμαρτυρήθηκα κατά την ημέρα που πουλούσαν τρόφιμα.
16 Και οι Τύριοι, που κατοικούσαν σ' αυτή, έφερναν ψάρια, και κάθε είδος εμπορεύματα, και πουλούσαν το σάββατο στους γιους τού Ιούδα, και στην Ιερουσαλήμ.
17 Και επέπληξα τους πρόκριτους του Ιούδα, και τους είπα: Τι είναι αυτό το κακό πράγμα που εσείς κάνετε, βεβηλώνοντας την ημέρα τού σαββάτου;
18 Δεν έκαναν έτσι οι πατέρες σας, και ο Θεός μας, έφερε όλα αυτά τα κακά επάνω μας, κι επάνω σ' αυτή την πόλη; Αλλ' εσείς ξαναφέρνετε οργή επάνω στον Ισραήλ, βεβηλώνοντας το σάββατο.
19 Γι' αυτό, όταν άρχιζε να σκοτεινιάζει στις πύλες τής Ιερουσαλήμ πριν από το σάββατο, είπα και έκλεισαν τις πύλες, και πρόσταξα να μη ανοιχτούν, μέχρι μετά το σάββατο· και έβαλα επάνω στις πύλες μερικούς από τους υπηρέτες μου, για να μη μπει μέσα κανένα φορτίο την ημέρα τού σαββάτου.
20 Και διανυχτέρευσαν οι έμποροι και οι πωλητές κάθε είδους εμπορεύματος έξω από την Ιερουσαλήμ, μία και δύο φορές.
21 Τότε, διαμαρτυρήθηκα εναντίον τους, και τους είπα: Γιατί διανυχτερεύετε μπροστά από το τείχος; Αν το κάνετε δεύτερη φορά, θα βάλω χέρι επάνω σας. Από τότε δεν ήρθαν σάββατο.
22 Και είπα στους Λευίτες να καθαρίζονται, και να έρχονται να φυλάττουν τις πύλες, για να αγιάζουν την ημέρα τού σαββάτου. Θυμήσου με, Θεέ μου, και για τούτο, και ελέησέ με σύμφωνα με το πλήθος του ελέους σου.
23 Ακόμα, κατά τις ημέρες εκείνες είδα τους Ιουδαίους, εκείνους που πήραν γυναίκες από την Άζωτο, Αμμωνίτισσες, και Μωαβίτισσες·
24 και τα παιδιά τους να μισομιλούν τη γλώσσα τής Αζώτου, και να μη ξέρουν να μιλήσουν την Ιουδαϊκή γλώσσα, αλλά μιλούσαν σύμφωνα με τη γλώσσα διάφορων λαών.
25 Και τους επέπληξα, και τους καταράστηκα, και ράβδισα μερικούς απ' αυτούς, και τους μάδησα τις τρίχες, και τους όρκισα στον Θεό, λέγοντας: Δεν θα δώσετε τις θυγατέρες σας στους γιους τους, και δεν θα πάρετε από τις θυγατέρες τους στους γιους σας ή στον εαυτό σας·
26 έτσι δεν αμάρτησε ο Σολομώντας, ο βασιλιάς τού Ισραήλ; Αν και ανάμεσα σε πολλά έθνη δεν υπήρξε βασιλιάς όμοιός του, που ήταν αγαπητός από τον Θεό του, και ο Θεός τον έκανε βασιλιά σε ολόκληρο τον Ισραήλ· αλλ' όμως, οι ξένες γυναίκες έκαναν κι αυτόν να αμαρτήσει·
27 θα συγκατανεύσουμε, λοιπόν, σε σας, να κάνετε όλο αυτό το μεγάλο κακό, να γίνεστε παραβάτες, ενάντια στον Θεό μας παίρνοντας ξένες γυναίκες;
28 Και ένας από τους γιους τού Ιωαδά, γιου τού Ελιασείβ, του μεγάλου ιερέα, ήταν γαμπρός τού Σαναβαλλάτ τού Ορωνίτη· γι' αυτό τον έδιωξα από μπροστά μου.
29 Θυμήσου αυτούς, Θεέ μου, επειδή, βεβήλωσαν την ιερατεία, και τη διαθήκη τής ιερατείας, και των Λευιτών.
30 Και τους καθάρισα από όλους τους ξένους, και διόρισα για υπηρεσίες από τους ιερείς, και από τους Λευίτες, κάθε έναν στα έργα του·
31 και για την προσφορά των ξύλων, σε ορισμένους καιρούς, και για τις απαρχές. Θυμήσου με, Θεέ μου, για αγαθό.