Κεφάλαιο 19
1 Κι εσύ, ανάλαβε θρήνον για τους ηγεμόνες τού Ισραήλ,
2 και πες: Τι είναι η μητέρα σου; Λέαινα· κείτεται ανάμεσα σε λιοντάρια, έθρεψε τα βρέφη της ανάμεσα σε λιονταράκια.
3 Και ανέθρεψε ένα από τα βρέφη της, και έγινε λιονταράκι, και έμαθε να αρπάζει το θήραμα· έτρωγε ανθρώπους.
4 Και τα έθνη άκουσαν γι' αυτό· πιάστηκε μέσα στον λάκκο τους, και το έφεραν με αλυσίδες στη γη τής Αιγύπτου.
5 Και βλέποντας ότι ματαιώθηκε η ελπίδα της και χάθηκε, πήρε ένα άλλο από τα βρέφη της, και το έκανε λιονταράκι.
6 Και καθώς ζούσε ανάμεσα σε λιοντάρια, έγινε λιονταράκι, και έμαθε να αρπάζει θήραμα· έτρωγε ανθρώπους.
7 Και γνώρισε τα παλάτια τους, και ερήμωνε τις πόλεις τους· και η γη ήταν αφανισμένη, και το πλήρωμά της, από τον ήχο τού μουγκρίσματός του.
8 Και τα έθνη παρατάχθηκαν εναντίον του, ολόγυρα, από τις επαρχίες, και άπλωσαν τα βρόχια τους εναντίον του, και πιάστηκε στον λάκκο τους.
9 Και το έβαλαν με αλυσίδες μέσα σε κλουβί, και το έφεραν στον βασιλιά τής Βαβυλώνας· το έβαλαν μέσα σε φυλακή, για να μη ακουστεί πλέον η φωνή του επάνω στα βουνά τού Ισραήλ.
10 Η μητέρα σου, σύμφωνα με την ομοίωσή σου, ήταν σαν άμπελος φυτεμένη κοντά σε νερά· έγινε καρποφόρα, και γεμάτη κλαδιά, εξαιτίας των πολλών νερών.
11 Και έγιναν σ' αυτή δυνατές ράβδοι για σκήπτρα εκείνων που κυριαρχούν· και ο κορμός της υψώθηκε ανάμεσα στα πυκνά κλαδιά, και έγινε περίβλεπτη κατά το ύψος της ανάμεσα στο πλήθος των βλαστών της.
12 Αποσπάστηκε, όμως, με θυμό, ρίχτηκε καταγής, και ανατολικός άνεμος καταξέρανε τον καρπό της· τις ισχυρές ράβδους της έσπασαν μαζί και ξεράθηκαν· φωτιά τις κατέφαγε.
13 Και τώρα είναι φυτεμένη σε έρημη, σε ξερή και άνυδρη γη.
14 Και βγήκε φωτιά από κάποια ράβδο από τα κλαδιά της, και κατέφαγε τον καρπό της, ώστε δεν υπήρχε πλέον σ' αυτήν ράβδος ισχυρή για σκήπτρο ηγεμονίας. Αυτός είναι ο θρήνος, και θα είναι σε θρήνο.