Κεφάλαιο 2
1 ΚΑΙ έγινε λόγος τού Κυρίου σε μένα, λέγοντας:
2 Πήγαινε και βόησε στα αυτιά τής Ιερουσαλήμ, λέγοντας: Έτσι λέει ο Κύριος: Θυμάμαι για σένα την ευμένειά μου, που σου έδειξα στη νεότητά σου, την αγάπη τής νύμφευσής σου, όταν με ακολουθούσες στην έρημο, σε άσπαρτη γη·
3 ο Ισραήλ ήταν άγιος στον Κύριο, απαρχή των γεννημάτων του· όλοι εκείνοι που τον κατέτρωγαν ήσαν ένοχοι· κακό ήρθε επάνω τους, λέει ο Κύριος.
4 Ακούστε τον λόγο τού Κυρίου, ω οίκος τού Ιακώβ, και όλες οι συγγένειες του οίκου τού Ισραήλ·
5 έτσι λέει ο Κύριος: Ποια αδικία βρήκαν σε μένα οι πατέρες σας, ώστε απομακρύνθηκαν από μένα, και περπάτησαν πίσω από τη ματαιότητα, και έγιναν μάταιοι;
6 Και δεν είπαν: Πού είναι ο Κύριος· αυτός που μας ανέβασε από τη γη τής Αιγύπτου, που μας οδήγησε μέσα από την έρημο, μέσα από τόπο ερημιάς και χασμάτων, μέσα από τόπο ανυδρίας και σκιάς θανάτου, μέσα από τόπο που άνθρωπος δεν πέρασε, και όπου άνθρωπος δεν κατοίκησε;
7 Και σας έφερα μέσα σε καρποφόρο τόπο, για να τρώτε τούς καρπούς του και τα αγαθά του· αφού όμως μπήκατε μέσα, μολύνατε τη γη μου, και κάνατε την κληρονομιά μου βδέλυγμα.
8 Οι ιερείς δεν είπαν: Πού είναι ο Κύριος; Κι εκείνοι που κρατούσαν τον νόμο δεν με γνώρισαν· και οι ποιμένες γίνονταν παραβάτες εναντίον μου, και οι προφήτες προφήτευαν διαμέσου τού Βάαλ, και περπατούσαν πίσω από πράγματα ανωφελή.
9 Γι' αυτό, θα κριθώ ακόμα με σας, λέει ο Κύριος, και με τους γιους των γιων σας θα κριθώ.
10 Επειδή, διαβείτε στα νησιά των Κητιαίων, και δείτε· και στείλτε στην Κηδάρ, και παρατηρήστε με επιμέλεια, και δείτε αν στάθηκε ένα τέτοιο πράγμα.
11 Άλλαξε ποτέ έθνος θεούς, αν κι αυτοί δεν είναι θεοί; Όμως, ο λαός μου άλλαξε τη δόξα του με πράγμα ανωφελές.
12 Εκπλαγείτε ουρανοί, για το πράγμα αυτό, και φρίξτε, συνταραχθείτε υπερβολικά, λέει ο Κύριος.
13 Επειδή, δύο κακά έπραξε ο λαός μου· εγκατέλειψαν εμένα, την πηγή των ζωντανών νερών, και έσκαψαν για τον εαυτό τους λάκκους, λάκκους συντριμμένους, που δεν μπορούν να κρατήσουν νερό.
14 Μήπως ο Ισραήλ είναι δούλος; Ή, δούλος που γεννήθηκε στο σπίτι; Γιατί έγινε λάφυρο;
15 Τα λιονταράκια βρύχησαν εναντίον του, έβγαλαν τη φωνή τους, και έκαναν έρημη τη γη του· οι πόλεις του κατακάηκαν, και έμειναν ακατοίκητες.
16 Επιπλέον, οι γιοι τής Νωφ και της Τάφνης σύντριψαν την κορυφή σου.
17 Δεν το έκανες εσύ αυτό στον εαυτό σου, επειδή εγκατέλειψες τον Κύριο τον Θεό σου, όταν σε οδηγούσε στον δρόμο;
18 Και τώρα τι έχεις να κάνεις στον δρόμο τής Αιγύπτου, για να πιεις τα νερά Σιώρ; Ή, τι έχεις να κάνεις στον δρόμο τής Ασσυρίας, για να πιεις τα νερά τού ποταμού;
19 Η ασέβειά σου θα σε παιδεύσει, και οι παραβάσεις σου θα σε ελέγξουν· γνώρισε, λοιπόν, και δες, ότι είναι κακό και πικρό, το ότι εγκατέλειψες τον Κύριο τον Θεό σου, και ο φόβος μου δεν υπάρχει μέσα σου, λέει ο Κύριος ο Θεός των δυνάμεων.
20 Επειδή, πριν πολύ καιρό σύντριψα τον ζυγό σου, έσπασα τα δεσμά σου, κι εσύ είπες: Δεν θα σταθώ πλέον παραβάτης· ενώ επάνω σε κάθε ψηλό τόπο, και κάτω από κάθε πράσινο δέντρο, περιπλανήθηκες εκπορνεύοντας.
21 Κι εγώ σε φύτεψα εκλεκτή άμπελο, σπέρμα ολοκληρωτικά αληθινό· πώς μεταβλήθηκες, λοιπόν, σε παρεφθαρμένο κλήμα αμπέλου, ξένης σε μένα;
22 Γι' αυτό, και αν πλυθείς με νίτρο, και πληθύνεις για τον εαυτό σου την καθαρτική αλοιφή, η ανομία σου μένει μπροστά μου σημειωμένη, λέει ο Κύριος ο Θεός.
23 Πώς μπορείς να πεις: Δεν μολύνθηκα, δεν πήγα πίσω από τους Βααλείμ; Κοίταξε τον δρόμο σου στη φάραγγα, γνώρισε τι έπραξες· είσαι γρήγορη δρομάδα που τρέχει μέσα στους δρόμους της·
24 άγριο γαϊδούρι, συνηθισμένο στην έρημο, που αναπνέει τον αέρα σύμφωνα με την επιθυμία τής καρδιάς του· την ορμή του, ποιος μπορεί να την επιστρέψει σ' αυτό; Όλοι εκείνοι που το ζητούν δεν θα κοπιάσουν· στον μήνα του θα το βρουν.
25 Κράτησε το πόδι σου από το να περπατήσεις ανυπόδητος, και τον λάρυγγά σου από δίψα· αλλά, εσύ είπες: Εις μάτην, όχι· επειδή, αγάπησα ξένους, και θα πάω πίσω απ' αυτούς.
26 Όπως ο κλέφτης ντρέπεται όταν βρεθεί, έτσι θα ντροπιαστεί ο οίκος Ισραήλ, αυτοί, οι βασιλιάδες τους, οι άρχοντές τους, και οι ιερείς τους, και οι προφήτες τους·
27 που λένε προς το ξύλο: Είσαι πατέρας μου· και προς την πέτρα: Εσύ με γέννησες· επειδή, έστρεψαν σε μένα τα νώτα, και όχι το πρόσωπο· στον καιρό τής συμφοράς τους, όμως, θα πουν: Σήκω, και σώσε μας.
28 Αλλά, πού είναι οι θεοί σου, που έκανες για τον εαυτό σου; Ας σηκωθούν, αν μπορούν να σε σώσουν στον καιρό τής συμφοράς σου· επειδή, σύμφωνα με τον αριθμό των πόλεών σου ήσαν και οι θεοί σου, ω Ιούδα.
29 Γιατί θα θέλατε να κριθείτε μαζί μου; Εσείς όλοι είστε παραβάτες σε μένα, λέει ο Κύριος.
30 Μάταια πάταξα τα παιδιά σας· δεν δέχθηκαν διόρθωση· η μάχαιρά σας κατέφαγε τους προφήτες σας, σαν λιοντάρι που εξολόθρευε.
31 Ω γενεά, δέστε τον λόγο τού Κυρίου· Στάθηκα έρημος στον Ισραήλ, γη σκοταδιού; Γιατί λέει ο λαός μου: Εμείς είμαστε κύριοι· δεν θάρθουμε πλέον σε σένα;
32 Μπορεί η κόρη να λησμονήσει τους στολισμούς της, η νύφη τον καλλωπισμό της; Κι όμως, ο λαός μου με λησμόνησε αναρίθμητες ημέρες.
33 Γιατί καλλωπίζεις τον δρόμο σου για να ζητάς εραστές; Με τρόπο ώστε, και δίδαξες τους δρόμους σου στις κακές γυναίκες.
34 Ακόμα και στα κράσπεδά σου βρέθηκαν αίματα ψυχών φτωχών αθώων· δεν τα βρήκα αυτά σκάβοντας, αλλ' επάνω σε όλα αυτά.
35 Και όμως, λες: Επειδή είμαι αθώος, σίγουρα ο θυμός του θα αποστραφεί από μένα. Δες, εγώ θα κριθώ μαζί σου, επειδή λες: Δεν αμάρτησα.
36 Γιατί περιπλανιέσαι τόσο για να αλλάξεις τον δρόμο σου; Θα καταντροπιαστείς και από την Αίγυπτο, όπως καταντροπιάστηκες από την Ασσυρία.
37 Ναι, θα βγεις από εδώ έξω με τα χέρια σου επάνω στο κεφάλι σου· επειδή, ο Κύριος απέβαλε τις ελπίδες σου, και δεν θα ευημερήσεις σ' αυτές.