Κεφάλαιο 11
1 Η ΓΟΘΟΛΙΑ, όμως, η μητέρα τού Οχοζία, βλέποντας ότι ο γιος της πέθανε, σηκώθηκε και αφάνισε ολόκληρο το βασιλικό σπέρμα.
2 Αλλά, η Ιωσαβεέ, η θυγατέρα τού βασιλιά Ιωράμ, η αδελφή τού Οχοζία, παίρνοντας τον Ιωάς, τον γιο τού Οχοζία, τον έκλεψε ανάμεσα από τους γιους τού βασιλιά, που θανατώνονταν, αυτόν και την τροφό του, και τον έβαλε στο ταμείο τού κοιτώνα, και τον έκρυψαν μπροστά από τη Γοθολία, και δεν θανατώθηκε.
3 Και ήταν μαζί της μέσα στον οίκο τού Κυρίου, καθώς κρυβόταν έξι χρόνια. Και η Γοθολία βασίλευσε επάνω στη γη.
4 Και τον έβδομο χρόνο ο Ιωδαέ έστειλε, και παίρνοντας τους εκατόνταρχους, μαζί με τους ταξίαρχους και τους δορυφόρους, τους έφερε κοντά του στον οίκο τού Κυρίου, και έκανε μαζί τους συνθήκη, και τους όρκισε στον οίκο τού Κυρίου, και τους έδειξε τον γιο τού βασιλιά.
5 Και τους πρόσταξε, λέγοντας: Αυτό είναι το πράγμα που θα κάνετε· το ένα τρίτο από σας, αυτοί που μπαίνουν μέσα το σάββατο, θα φυλάγετε τη βάρδια τού βασιλικού παλατιού·
6 και το άλλο τρίτο θα είναι στην πύλη Σουρ· και το υπόλοιπο τρίτο στην πύλη, που είναι πίσω από τους δορυφόρους· έτσι θα φυλάγετε τη βάρδια του οίκου, για να μη παραβιαστεί·
7 και δύο τάγματα από σας, όλοι εκείνοι που βγαίνουν το σάββατο, θα φυλάγετε τη βάρδια τού οίκου τού Κυρίου γύρω από τον βασιλιά·
8 και θα περικυκλώνετε τον βασιλιά ολόγυρα, έχοντας ο καθένας τα όπλα του στο χέρι του· και όποιος μπει μέσα στις τάξεις, ας θανατώνεται· και θα είστε μαζί με τον βασιλιά, όταν βγαίνει έξω, και όταν μπαίνει μέσα.
9 Και οι εκατόνταρχοι έκαναν σύμφωνα με όλα όσα τους πρόσταξε ο ιερέας Ιωδαέ· και πήραν κάθε ένας τούς άνδρες του, αυτούς που έμπαιναν μέσα το σάββατο, μαζί μ' αυτούς που το σάββατο έβγαιναν έξω, και ήρθαν στον Ιωδαέ τον ιερέα.
10 Και ο Ιωδαέ ο ιερέας έδωσε στους εκατόνταρχους τις λόγχες και τις ασπίδες τού βασιλιά Δαβίδ, που ήσαν μέσα στον οίκο τού Κυρίου.
11 Και οι δορυφόροι, έχοντας κάθε ένας τα όπλα του στο χέρι του, παραστάθηκαν γύρω από τον βασιλιά, από τη δεξιά πλευρά του οίκου μέχρι την αριστερή, κοντά στο θυσιαστήριο και στον ναό.
12 Τότε, έβγαλε έξω τον γιο τού βασιλιά, και έβαλε επάνω του το διάδημα και το μαρτύριο· και τον έκαναν βασιλιά, και τον έχρισαν· και αφού χειροκρότησαν, είπαν: Ζήτω ο βασιλιάς!
13 Και όταν η Γοθολία άκουσε τη φωνή τού λαού που έτρεχε μαζί, ήρθε στον λαό στον οίκο του Κυρίου.
14 Και είδε, και να, ο βασιλιάς στεκόταν κοντά στον στύλο, σύμφωνα με τη συνήθεια, και οι άρχοντες και οι σαλπιγκτές κοντά στον βασιλιά· και ολόκληρος ο λαός τής γης έχαιρε, και σάλπιζε με σάλπιγγες. Και η Γοθολία έσχισε τα ιμάτιά της, και βόησε: Προδοσία, προδοσία!
15 Και ο Ιωδαέ πρόσταξε τους εκατόνταρχους, τους αρχηγούς τού στρατού, και τους είπε: Βγάλτε την έξω από τις τάξεις· και όποιος την ακολουθήσει, θανατώστε τον με ρομφαία. Επειδή, ο ιερέας είχε πει: Ας μη θανατωθεί μέσα στον οίκο τού Κυρίου.
16 Έτσι έβαλαν χέρια επάνω της· και όταν ήρθε στον δρόμο, διαμέσου τού οποίου τα άλογα έρχονται στο παλάτι τού βασιλιά, θανατώθηκε εκεί.
17 Και ο Ιωδαέ έκανε διαθήκη ανάμεσα στον Κύριο και στον βασιλιά και στον λαό, ότι θα είναι λαός τού Κυρίου· κι ανάμεσα στον βασιλιά και τον λαό.
18 Και ολόκληρος ο λαός τής γης μπήκαν μέσα στον οίκο τού Βάαλ, και τον γκρέμισαν· και κατασύντριψαν τα θυσιαστήριά του και τα είδωλά του ολότελα, και τον Ματθάν, τον ιερέα τού Βάαλ, τον θανάτωσαν μπροστά στα θυσιαστήρια. Και ο ιερέας έβαλε επιτηρητή επάνω στον οίκο τού Κυρίου.
19 Και πήρε τους εκατόνταρχους, και τους ταξίαρχους, και τους δορυφόρους, και ολόκληρο τον λαό τής γης· και κατέβασαν τον βασιλιά από τον οίκο τού Κυρίου, και ήρθαν στο παλάτι τού βασιλιά διαμέσου τού δρόμου τής πύλης των δορυφόρων. Και κάθησε επάνω στον θρόνο των βασιλιάδων.
20 Και ολόκληρος ο λαός τής γης ευφράνθηκε, και η πόλη ησύχασε· και τη Γοθολία τη θανάτωσαν με μάχαιρα μέσα στο παλάτι τού βασιλιά.
21 Ο Ιωάς ήταν επτά χρόνων όταν βασίλευσε.