Κεφάλαιο 31
1 Και οι Φιλισταίοι πολεμούσαν ενάντια στον Ισραήλ· και οι άνδρες τού Ισραήλ έφυγαν μπροστά από τους Φιλισταίους, και έπεσαν φονευμένοι στο βουνό Γελβουέ.
2 Και οι Φιλισταίοι κατέφτασαν τον Σαούλ και τους γιους του· και οι Φιλισταίοι χτύπησαν τον Ιωνάθαν, και τον Αβιναδάβ, και τον Μελχί-σουέ, τους γιους τού Σαούλ.
3 Και η μάχη βάρυνε επάνω στον Σαούλ, και τον πέτυχαν οι άνδρες οι τοξότες· και πληγώθηκε βαριά από τους τοξότες.
4 Και ο Σαούλ είπε στον οπλοφόρο του: Σύρε τη ρομφαία σου και διαπέρασέ με μ' αυτή, για να μη έρθουν αυτοί οι απερίτμητοι, και με διαπεράσουν, και με εμπαίξουν. Όμως, ο οπλοφόρος του δεν ήθελε, επειδή φοβόταν υπερβολικά. Γι' αυτό, ο Σαούλ πήρε τη ρομφαία του, και έπεσε επάνω της.
5 Και καθώς ο οπλοφόρος του είδε ότι ο Σαούλ πέθανε, έπεσε κι αυτός επάνω στη ρομφαία του, και πέθανε μαζί του.
6 Έτσι, πέθανε ο Σαούλ, και οι τρεις γιοι του, και ο οπλοφόρος του, και όλοι οι άνδρες του, την ίδια εκείνη ημέρα, μαζί.
7 Και οι άνδρες του Ισραήλ, εκείνοι που ήσαν πέρα από την κοιλάδα, κι εκείνοι που ήσαν πέρα από τον Ιορδάνη, βλέποντας ότι οι άνδρες Ισραήλ έφυγαν, και ότι ο Σαούλ και οι γιοι του πέθαναν, άφησαν τις πόλεις, και έφυγαν· και αφού ήρθαν οι Φιλισταίοι, κατοίκησαν σ' αυτές.
8 Και την επόμενη ημέρα, όταν οι Φιλισταίοι ήρθαν για να γυμνώσουν τους φονευμένους, βρήκαν τον Σαούλ και τους τρεις γιους του να έχουν πέσει επάνω στο βουνό Γελβουέ.
9 Και απέκοψαν το κεφάλι του, και του έβγαλαν τα όπλα του, και έστειλαν ολόγυρα στη γη των Φιλισταίων, για να διαδώσουν την αγγελία στον οίκο των ειδώλων τους, και ανάμεσα στον λαό.
10 Και έκαναν τα όπλα του ανάθημα στον οίκο τής Ασταρώθ, και κρέμασαν το σώμα του στο τείχος τής Βαιθ-σάν.
11 Και όταν οι κάτοικοι της Ιαβείς-γαλαάδ άκουσαν γι' αυτό, το τι έκαναν οι Φιλισταίοι στον Σαούλ,
12 σηκώθηκαν όλοι οι δυνατοί άνδρες, και οδοιπόρησαν ολόκληρη τη νύχτα, και πήραν το σώμα τού Σαούλ και τα σώματα των γιων του από το τείχος τής Βαιθ-σάν, και ήρθαν στην Ιαβείς, και εκεί τα έκαψαν·
13 και πήραν τα κόκαλά τους, και τα έθαψαν κάτω από το δέντρο στην Ιαβείς, και νήστεψαν επτά ημέρες.