Κεφάλαιο 11
1 ΚΑΙ ο Ιεφθάε, ο Γαλααδίτης, ήταν ισχυρός σε δύναμη· και ήταν γιος γυναίκας πόρνης, και ο Γαλαάδ γέννησε τον Ιεφθάε.
2 Και η γυναίκα τού Γαλαάδ γέννησε σ' αυτόν γιους· και αυξήθηκαν οι γιοι τής γυναίκας, και απέβαλαν τον Ιεφθάε, λέγοντάς του: Δεν θα κληρονομήσεις στην οικογένεια του πατέρα μας· επειδή, είσαι γιος ξένης γυναίκας.
3 Και ο Ιεφθάε έφυγε μπροστά από τους αδελφούς του, και κατοίκησε στη γη Τωβ· και συγκεντρώθηκαν στον Ιεφθάε άνθρωποι ποταποί, και έβγαιναν μαζί του.
4 Και ύστερα από καιρό οι γιοι Αμμών πολέμησαν ενάντια στον Ισραήλ.
5 Και όταν πολέμησαν οι γιοι Αμμών ενάντια στον Ισραήλ, οι πρεσβύτεροι της Γαλαάδ πήγαν να παραλάβουν τον Ιεφθάε από τη γη Τωβ.
6 Και είπαν στον Ιεφθάε: Έλα, και γίνε αρχηγός μας, για να πολεμήσουμε τους γιους Αμμών.
7 Και ο Ιεφθάε είπε στους πρεσβύτερους της Γαλαάδ: Εσείς δεν με μισήσατε, και με αποβάλατε από την οικογένεια του πατέρα μου; Γιατί, λοιπόν, τώρα ήρθατε σε μένα, όταν βρίσκεστε σε αμηχανία;
8 Και οι πρεσβύτεροι της Γαλαάδ είπαν στον Ιεφθάε: Γι' αυτό επιστρέψαμε τώρα σε σένα· για νάρθεις μαζί μας, και να πολεμήσεις τους γιους Αμμών, και να είσαι άρχοντας επάνω σε μας, επάνω σε όλους τους κατοίκους τής Γαλαάδ.
9 Και ο Ιεφθάε είπε στους πρεσβύτερους της Γαλαάδ: Αν εσείς με επαναφέρετε για να πολεμήσω τους γιους Αμμών, και ο Κύριος τους παραδώσει στο χέρι μου, θα είμαι εγώ άρχοντας επάνω σε σας;
10 Και οι πρεσβύτεροι της Γαλαάδ είπαν στον Ιεφθάε: Ο Κύριος ας είναι μάρτυρας ανάμεσά μας, αν δεν πράξουμε σύμφωνα με τον λόγο σου.
11 Τότε, ο Ιεφθάε πήγε μαζί με τους πρεσβύτερους της Γαλαάδ, και ο λαός τον έκανε επάνω του κεφαλή και άρχοντα· και ο Ιεφθάε είπε όλα τα λόγια του μπροστά στον Κύριο στη Μισπά.
12 Και ο Ιεφθάε έστειλε πρεσβευτές στον βασιλιά των γιων Αμμών, λέγοντας: Τι έχεις να κάνεις μαζί μου, και ήρθες να πολεμήσεις εναντίον μου μέσα στη γη μου;
13 Και ο βασιλιάς των γιων Αμμών αποκρίθηκε στους πρεσβευτές τού Ιεφθάε: Επειδή, ο Ισραήλ πήρε τη γη μου, όταν ανέβαινε από την Αίγυπτο, από τον Αρνών μέχρι τον Ιαβόκ, και μέχρι τον Ιορδάνη· τώρα, λοιπόν, να μου τα επιστρέψεις ειρηνικά.
14 Και ο Ιεφθάε ξανάστειλε πρεσβευτές στον βασιλιά των γιων Αμμών·
15 και του είπε: Έτσι λέει ο Ιεφθάε· Ο Ισραήλ δεν πήρε τη γη τού Μωάβ ούτε τη γη των γιων Αμμών·
16 αλλά, αφού ανέβηκε ο Ισραήλ από την Αίγυπτο, και βάδισε μέσα από την έρημο προς την Ερυθρά Θάλασσα, και ήρθε στην Κάδης,
17 τότε ο Ισραήλ έστειλε πρεσβευτές στον βασιλιά τού Εδώμ, λέγοντας: Ας περάσω, παρακαλώ, μέσα από τη γη σου· όμως, ο βασιλιάς τού Εδώμ δεν δέχθηκε. Και ακόμα, έστειλε πρεσβευτές και στον βασιλιά τού Μωάβ· όμως, κι αυτός δεν συγκατένευσε· και ο Ισραήλ κάθησε στην Κάδης.
18 Τότε, πήγε διαμέσου της ερήμου, και βάδισε ολόγυρα από τη γη τού Εδώμ, και τη γη τού Μωάβ,και ήρθε από ανατολικά της γης τού Μωάβ, και στρατοπέδευσε πέρα από τον Αρνών, και δεν μπήκε στα όρια του Μωάβ· επειδή, ο Αρνών ήταν το όριο του Μωάβ.
19 Και ο Ισραήλ έστειλε πρεσβευτές στον Σηών, τον βασιλιά των Αμορραίων, τον βασιλιά τής Εσεβών· και ο Ισραήλ τού είπε: Ας περάσουμε, παρακαλούμε, μέσα από τη γη σου, μέχρι τον τόπο μου.
20 Αλλ' ο Σηών δεν εμπιστεύθηκε τον Ισραήλ να περάσει μέσα από το όριό του· γι' αυτό και ο Σηών συγκέντρωσε ολόκληρο τον λαό του, και στρατοπέδευσε στην Ιαασά, και πολέμησε τον Ισραήλ.
21 Και ο Κύριος ο Θεός τού Ισραήλ παρέδωσε τον Σηών και ολόκληρο τον λαό του στο χέρι τού Ισραήλ, και τους πάταξε· και ο Ισραήλ κληρονόμησε ολόκληρη τη γη των Αμορραίων, των κατοίκων τής γης εκείνης.
22 Και κληρονόμησαν όλα τα όρια των Αμορραίων, από τον Αρνών μέχρι τον Ιαβόκ, και από την έρημο μέχρι τον Ιορδάνη.
23 Και τώρα, αφού ο Κύριος ο Θεός τού Ισραήλ έδιωξε τους Αμορραίους από μπροστά από τον λαό του τον Ισραήλ, θα τους κληρονομήσεις εσύ;
24 Εσύ δεν κληρονομείς ό,τι σου κληροδότησε ο Χεμώς ο θεός σου; Κι εμείς όλα όσα μας κληροδότησε ο Κύριος ο Θεός μας, αυτά θα κληρονομήσουμε.
25 Και, τώρα, μήπως εσύ είσαι σε κάτι καλύτερος από τον Βαλάκ, τον γιο τού Σεπφώρ, τον βασιλιά τού Μωάβ; Διαφιλονίκησε καθόλου μήπως εκείνος απέναντι στον Ισραήλ ή πολέμησε ποτέ εναντίον του,
26 αφότου ο Ισραήλ κατοίκησε στην Εσεβών και στις κωμοπόλεις της, και στην Αροήρ και στις κωμοπόλεις της, και σε όλες τις πόλεις κοντά στον Αρνών, για 300 χρόνια; Γιατί, λοιπόν, σ' αυτό το διάστημα, δεν τα ελευθερώσατε;
27 Εγώ, λοιπόν, δεν σου έφταιξα· αλλ' εσύ ενεργείς άδικα απέναντί μου, πολεμώντας εναντίον μου. Ο Κύριος, ο Κριτής, ας κρίνει σήμερα ανάμεσα στους γιους Ισραήλ και στους γιους Αμμών.
28 Αλλ' ο βασιλιάς των γιων Αμμών δεν εισάκουσε τα λόγια τού Ιεφθάε, που έστειλε σ' αυτόν.
29 Τότε, ήρθε επάνω στον Ιεφθάε Πνεύμα τού Κυρίου, κι αυτός πέρασε μέσα από τη Γαλαάδ, και τον Μανασσή, και πέρασε μέσα από τη Μισπά τής Γαλαάδ, και από τη Μισπά τής Γαλαάδ πέρασε ενάντια στους γιους Αμμών.
30 Και ο Ιεφθάε ευχήθηκε μια ευχή στον Κύριο, και είπε: Αν πραγματικά παραδώσεις τους γιους Αμμών στο χέρι μου,
31 τότε ό,τι βγει από τις πόρτες τού σπιτιού μου σε συνάντησή μου, όταν θα επιστρέφω με ειρήνη από τους γιους Αμμών, θα είναι του Κυρίου, θα το προσφέρω σε ολοκαύτωμα.
32 Τότε, διάβηκε ο Ιεφθάε προς τους γιους Αμμών για να τους πολεμήσει· και ο Κύριος τους παρέδωσε στο χέρι του.
33 Και τους πάταξε από την Αροήρ μέχρι την είσοδο Μινίθ, 20 πόλεις, και μέχρι την πεδιάδα των αμπελώνων, με υπερβολικά μεγάλη σφαγή. Και οι γιοι Αμμών ταπεινώθηκαν μπροστά στους γιους Ισραήλ.
34 Και ήρθε ο Ιεφθάε στη Μισπά στο σπίτι του· και, να, η θυγατέρα του έβγαινε σε συνάντησή του με τύμπανα και χορούς· κι αυτή ήταν μονογενής· εκτός απ' αυτή δεν είχε ούτε γιο ούτε θυγατέρα.
35 Και όταν την είδε, έσχισε τα ρούχα του, και είπε: Αλλοίμονό μου, θυγατέρα μου! Με καταλύπησες ολοκληρωτικά, κι εσύ είσαι από εκείνους που με καταθλίβουν· επειδή, εγώ άνοιξα το στόμα μου στον Κύριο, και δεν μπορώ να πάρω πίσω τον λόγο μου.
36 Κι εκείνη τού είπε: Πατέρα μου, αν άνοιξες το στόμα σου στον Κύριο, κάνε σε μένα σύμφωνα με εκείνο που βγήκε από το στόμα σου· αφού ο Κύριος έκανε εκδίκηση σε σένα από τους εχθρούς σου, από τους γιους Αμμών.
37 Και είπε στον πατέρα της: Ας γίνει σε μένα αυτό το πράγμα· άφησέ με δύο μήνες, να πάω να γυρίσω τα βουνά, και να κλάψω την παρθενική μου αγνότητα, εγώ και οι συντρόφισσές μου.
38 Κι εκείνος είπε: Πήγαινε· και την έστειλε για δύο μήνες, και πήγε, αυτή και οι συντρόφισσές της και έκλαψε την παρθενική της αγνότητα επάνω στα βουνά.
39 Και στο τέλος των δύο μηνών επέστρεψε στον πατέρα της· και έκανε σ' αυτή σύμφωνα με την ευχή του, που ευχήθηκε· κι αυτή δεν γνώρισε άνδρα. Και έγινε συνήθεια στον Ισραήλ,
40 να πηγαίνουν οι γυναίκες τού Ισραήλ από χρόνο σε χρόνο, να θρηνούν τη θυγατέρα τού Ιεφθάε τού Γαλααδίτη, τέσσερις ημέρες κάθε χρόνο.