Κεφάλαιο 10
1 ΚΑΤΑ τον καιρό εκείνο ο Κύριος μου είπε: Κόψε για τον εαυτό σου δύο πέτρινες πλάκες, όπως τις πρώτες, και ανέβα σε μένα στο βουνό, και κάνε για τον εαυτό σου μια ξύλινη κιβωτό.
2 Κι εγώ θα γράψω επάνω στις πλάκες τα λόγια που ήσαν στις πρώτες πλάκες, που σύντριψες, και θα τις εναποθέσεις στην κιβωτό.
3 Και έκανα μια κιβωτό από ξύλο σιττίμ, και έκοψα δύο πέτρινες πλάκες, όπως τις πρώτες, και ανέβηκα στο βουνό, έχοντας τις δύο πλάκες στα χέρια μου.
4 Και έγραψε επάνω στις πλάκες, σύμφωνα με την πρώτη γραφή, τις δέκα εντολές, που ο Κύριος μίλησε σε σας στο βουνό, από μέσα από τη φωτιά, την ημέρα τής σύναξης· και ο Κύριος μου τις έδωσε.
5 Και επιστρέφοντας κατέβηκα από το βουνό, και εναπέθεσα τις πλάκες στην κιβωτό, που είχα κάνει· και είναι εκεί, καθώς ο Κύριος με πρόσταξε.
6 Και οι γιοι Ισραήλ σηκώθηκαν από τη Βηρώθ-βενέ-ιακάν προς τη Μοσερά. Εκεί πέθανε ο Ααρών, και εκεί θάφτ ηκε· και ιεράτευσε ο Ελεάζαρ, ο γιος του, στη θέση του.
7 Από εκεί σηκώθηκαν προς τη Γαδγάδ, και από τη Γαδγάδ προς την Ιοτβαθά, γη με ποτάμια νερών.
8 Κατά τον καιρό εκείνο, ο Κύριος ξεχώρισε τη φυλή τού Λευί, για να βαστάζει την κιβωτό τής διαθήκης τού Κυρίου, να παραστέκεται μπροστά στον Κύριο, για να τον υπηρετεί, και να ευλογεί στο όνομά του, μέχρι τούτη την ημέρα.
9 Γι' αυτό, οι Λευίτες δεν έχουν μερίδιο ή κληρονομιά ανάμεσα στα αδέλφια τους· ο Κύριος είναι η κληρονομιά τους, όπως ο Κύριος ο Θεός σου τους υποσχέθηκε.
10 Κι εγώ στάθηκα επάνω στο βουνό, όπως και πριν, 40 ημέρες και 40 νύχτες· και ο Κύριος με εισάκουσε κι αυτή τη φορά, και ο Κύριος δεν θέλησε να σε εξολοθρεύσει.
11 Και ο Κύριος μου είπε: Σήκω, να προπορεύεσαι του λαού, για να μπουν και να κληρονομήσουν τη γη, που ορκίστηκα στους πατέρες τους να δώσω σ' αυτούς.
12 Και τώρα, Ισραήλ, τι ζητάει από σένα ο Κύριος ο Θεός σου, παρά να φοβάσαι τον Κύριο τον Θεό σου, να περπατάς σε όλους τους δρόμους του, και να τον αγαπάς, και να λατρεύεις τον Κύριο τον Θεό σου με ολόκληρη την καρδιά σου, και με ολόκληρη την ψυχή σου,
13 να τηρείς τις εντολές τού Κυρίου, και τα διατάγματά του, που εγώ σήμερα σε προστάζω για το καλό σου;
14 Δες, ο ουρανός, και ο ουρανός των ουρανών είναι του Κυρίου τού Θεού σου· η γη, και όλα όσα είναι σ' αυτή.
15 Και όμως, ο Κύριος προτίμησε τους πατέρες σου, να τους αγαπάει, και έκλεξε το σπέρμα τους μετά απ' αυτούς, εσάς από όλους τούς λαούς, καθώς συμβαίνει τη σημερινή ημέρα.
16 Κάντε, λοιπόν, περιτομή στην ακροβυστία τής καρδιάς σας, και μη σκληρύνετε πλέον τον τράχηλό σας.
17 Επειδή, ο Κύριος ο Θεός σας είναι ο Θεός των θεών, και ο Κύριος των κυρίων, Θεός μεγάλος, ισχυρός και φοβερός, που δεν αποβλέπει σε πρόσωπο ούτε παίρνει δώρο·
18 που εκτελεί κρίση στον ορφανό και στη χήρα, και αγαπάει τον ξένο, που δίνει σ' αυτόν τροφή και ενδύματα.
19 Αγαπάτε, λοιπόν, τον ξένο· επειδή, κι εσείς σταθήκατε ξένοι στη γη τής Αιγύπτου.
20 Θα φοβάσαι τον Κύριο τον Θεό σου· αυτόν θα λατρεύεις, και σ' αυτόν θα είσαι προσηλωμένος, και στο όνομά του θα ορκίζεσαι.
21 Αυτός είναι το καύχημά σου, κι αυτός είναι ο Θεός σου, που έκανε για σένα αυτά τα μεγάλα και τρομερά, που είδαν τα μάτια σου.
22 Με 70 ψυχές κατέβηκαν οι πατέρες σου στην Αίγυπτο, και τώρα ο Κύριος ο Θεός σου σε κατέστησε όπως τα αστέρια τού ουρανού σε πλήθος.