Έξοδος

Κεφάλαιο: 1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 11 12 13 14 15 16 17 18 19 20 21 22 23 24 25 26 27 28 29 30 31 32 33 34 35 36 37 38 39 40


Κεφάλαιο 4

1 ΚΑΙ ο Μωυσής αποκρίθηκε, και είπε: Όμως, δες, δεν θα πιστέψουν σε μένα ούτε θα ακούσουν στη φωνή μου· επειδή, θα πουν: Δεν φάνηκε ο Κύριος σε σένα.
2 Και ο Κύριος του είπε: Τι είναι αυτό που έχεις στο χέρι σου; Κι εκείνος είπε: Ράβδος.
3 Και είπε: Ρίξ' την καταγής. Και την έρριξε καταγής, και έγινε φίδι· και ο Μωυσής έφυγε από μπροστά του.
4 Και ο Κύριος είπε στον Μωυσή: Άπλωσε το χέρι σου, και πιάσ' το από την ουρά· (και απλώνοντας το χέρι του, το έπιασε, και έγινε στο χέρι του ράβδος·)
5 για να πιστέψουν ότι φάνηκε σε σένα ο Κύριος ο Θεός των πατέρων τους, ο Θεός τού Αβραάμ, ο Θεός τού Ισαάκ, και ο Θεός τού Ιακώβ.
6 Και ο Κύριος του είπε ακόμα: Βάλε τώρα το χέρι σου στον κόρφο σου. Και έβαλε το χέρι του στον κόρφο του· και όταν το έβγαλε, να, το χέρι του ήταν λεπρό σαν χιόνι.
7 Και είπε: Βάλε πάλι το χέρι σου στον κόρφο σου. Και έβαλε το χέρι του στον κόρφο του· και όταν το έβγαλε από τον κόρφο του, να, αποκαταστάθηκε όπως η σάρκα του.
8 Και αν δεν πιστέψουν σε σένα, είπε ο Κύριος, ούτε ακούσουν στη φωνή τού πρώτου σημείου, θα πιστέψουν στη φωνή τού δεύτερου σημείου·
9 και αν δεν πιστέψουν και στα δύο αυτά σημεία, ούτε ακούσουν στη φωνή σου, θα πάρεις από το νερό του ποταμού, και θα το χύσεις επάνω στην ξηρά· και το νερό, που θα έπαιρνες από τον ποταμό, θα γίνει επάνω στην ξηρά αίμα.
10 Και ο Μωυσής είπε στον Κύριο: Παρακαλώ, Κύριε· εγώ δεν είμαι άνθρωπος του λόγου ούτε από χθες ούτε από προχθές, ούτε από τη στιγμή που μίλησες στον δούλο σου· αλλά, είμαι βραδύστομος και βραδύγλωσσος.
11 Και ο Κύριος του είπε: Ποιος έδωσε στόμα στον άνθρωπο; Ή, ποιος έκανε τον άλαλο ή τον κουφό ή εκείνον που βλέπει ή τον τυφλό; Όχι εγώ ο Κύριος;
12 Πήγαινε, λοιπόν, τώρα, κι εγώ θα είμαι μαζί με το στόμα σου, και θα σε διδάξω ό,τι πρόκειται να μιλήσεις.
13 Κι εκείνος είπε: Παρακαλώ, Κύριε, απόστειλε όποιον άλλον έχεις να αποστείλεις.
14 Και ο θυμός τού Κυρίου άναψε ενάντια στον Μωυσή· και είπε: Δεν υπάρχει ο Ααρών ο αδελφός σου ο Λευίτης; Ξέρω ότι αυτός μπορεί να μιλάει καλά· και μάλιστα, δες, βγαίνει σε συνάντησή σου, και όταν σε δει, θα χαρεί στην καρδιά του·
15 εσύ, λοιπόν, θα μιλάς σ' αυτόν, και θα βάζεις τα λόγια στο στόμα του· κι εγώ θα είμαι μαζί με το στόμα σου, και με το στόμα εκείνου, και θα σας διδάξω ό,τι πρέπει να κάνετε:
16 Κι αυτός θα μιλάει στον λαό αντί για σένα· κι αυτός θα είναι σε σένα αντί για στόμα, ενώ εσύ θα είσαι σ' αυτόν αντί για Θεός·
17 πάρε, όμως, στο χέρι σου αυτή τη ράβδο, με την οποία θα κάνεις τα σημεία.
18 ΚΑΙ ο Μωυσής αναχώρησε, και επέστρεψε στον πεθερό του τον Ιοθόρ, και του είπε: Ας πάω, παρακαλώ, κι ας επιστρέψω στους αδελφούς μου, που είναι στην Αίγυπτο, κι ας δω αν ζουν ακόμα. Και ο Ιοθόρ είπε στον Μωυσή: Πήγαινε με ειρήνη.
19 Και ο Κύριος είπε στον Μωυσή στη Μαδιάμ: Πήγαινε, επίστρεψε στην Αίγυπτο· επειδή, πέθαναν όλοι οι άνθρωποι εκείνοι που ζητούσαν την ψυχή σου.
20 Τότε, παίρνοντας ο Μωυσής τη γυναίκα του, και τα παιδιά του, και αφού τα κάθισε επάνω σε γαϊδούρια, επέστρεψε στη γη της Αιγύπτου· και ο Μωυσής πήρε τη ράβδο τού Θεού στο χέρι του.
21 Και ο Κύριος είπε στον Μωυσή: Όταν πας και επιστρέψεις στην Αίγυπτο, πρόσεξε να κάνεις μπροστά στον Φαραώ όλα τα θαυμάσια, που έδωσα στο χέρι σου· μόνον που εγώ θα σκληρύνω την καρδιά του, και δεν θα εξαποστείλει τον λαό·
22 και θα πεις στον Φαραώ: Έτσι λέει ο Κύριος· γιος μου είναι, πρωτότοκός μου, ο Ισραήλ·
23 και σε σένα λέω: Εξαπόστειλε τον γιο μου, για να με λατρεύσει· και αν δεν θέλεις να τον εξαποστείλεις, δες, εγώ θα θανατώσω τον γιο σου, τον πρωτότοκό σου.
24 Κι ενώ ο Μωυσής ήταν καθ' οδόν, στο κατάλυμα, τον συνάντησε ο Κύριος, και ζητούσε να τον θανατώσει.
25 Και η Σεπφώρα, παίρνοντας ένα κοφτερό λιθάρι, έκανε περιτομή στην ακροβυστία τού γιου της, και τον έρριξε στα πόδια του, λέγοντας: Σίγουρα νυμφίος αιμάτων είσαι σε μένα.
26 Και έφυγε απ' αυτόν· κι εκείνη είπε: Είσαι νυμφίος αιμάτων, εξαιτίας της περιτομής.
27 Και ο Κύριος είπε στον Ααρών: Πήγαινε σε συνάντηση του Μωυσή στην έρημο. Και πήγε, και τον συνάντησε στο βουνό τού Θεού, και τον φίλησε.
28 Και ο Μωυσής ανήγγειλε στον Ααρών όλα τα λόγια τού Κυρίου, που του παρήγγειλε, και όλα τα σημεία, που πρόσταξε σ' αυτόν.
29 Πήγαν, λοιπόν, ο Μωυσής και ο Ααρών, και συγκέντρωσαν όλους τους πρεσβύτερους των γιων Ισραήλ·
30 και ο Ααρών μίλησε όλα τα λόγια, που ο Κύριος είχε μιλήσει στον Μωυσή, και έκανε τα σημεία μπροστά στον λαό.
31 Και ο λαός πίστεψε· και όταν άκουσε ότι ο Κύριος επισκέφθηκε τους γιους Ισραήλ, και ότι επέβλεψε στην ταλαιπωρία τους, σκύβοντας, προσκύνησαν.